δυσαπόκτητος

δυσαπόκτητος
-η, -ο
αυτός που δύσκολα αποκτιέται: Η αγάπη είναι δυσαπόκτητο αγαθό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσαπόκτητος — και δυσαπόχτητος, η, ο αυτός που αποκτάται με δυσκολία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”